καταβομβώ

καταβομβώ
καταβομβῶ, -έω (AM)
κάνω πολύ θόρυβο
αρχ.
παθ. καταβομβοῡμαι, -έομαι
χάνω την ακοή μου από πολύ δυνατό ήχο, ξεκουφαίνομαι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”